- ἀντιβασιλεύω
- ἀντι-βασιλεύω, Gegenkönig sein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αντιβασιλεύω — (Α ἀντιβασιλεύω) νεοελλ. είμαι αντιβασιλέας αρχ. ανακηρύσσομαι κι εγώ βασιλιάς, ως αντίπαλος του βασιλιά … Dictionary of Greek
ἀντιβασιλεύσας — ἀντιβασιλεύσᾱς , ἀντιβασιλεύω reign as a rival king aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)